-
1 ὑποκάθημαι
II lie in ambush, Str.15.1.42: metaph., Philostr.VA7.14; ὑποκαθήμενον ὁρᾶν to have an insidious look, Id.Im.2.18; but also ἡ -καθημένη ἀοριστία the fundamental indeterminacy, Carneisc.Herc.1027.14.2 c. acc. pers., lie in wait for,τὸν βάρβαρον Hdt.8.40
, cf. Philostr.VS2.2, Her.2.11: metaph.,φθόνος ὑ. τινά Id.VS2.26.3
: abs., lurk, Plu.2.556b: c. dat.,ὑποκαθημένης αὐτῷ τῆς ὀργῆς Plb.4.29.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποκάθημαι
См. также в других словарях:
υποκάθημαι — και ιων. τ. ὑποκάτημαι Α [κάθημαι] 1. κάθομαι κάτω από κάτι («ὑποκαθῆσθαι ταῑς μηλίαις», Φιλόστρ.) 2. κάθομαι κάπου περιμένοντας κάποιον ή κάτι 3. κάθομαι κάτω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός ή στήνω ενέδρα («αὐτοὶ δ ἐν καλυβίοις κρυπτοῑς ὑποκάθηνται … Dictionary of Greek